«Αυτό το άρθρο γράφτηκε όταν οι αρουραίοι εγκατέλειπαν το πράσινο καράβι που βούλιαζε για να μεταπηδήσουν στο γαλάζιο. Είναι εξίσου επίκαιρο και τώρα που επιχειρούν να ξαναπεράσουν από το γαλάζιο στο πράσινο». Με την επισήμανση αυτή, ο συνάδελφος Βαγγέλης Πανταζής μας έστειλε το παρακάτω άρθρο του, που δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 2004 στο περιοδικό Διαβάζω.
Επειδή όντως είναι επίκαιρο, το μοιραζόμαστε μαζί σας. Τα συμπεράσματα δικά σας!!!.......
Διαβάστε Περισσότερα......
(με κλικ στον τίτλο της ανάρτησης)
Από τον καιρό της ωραίας νεανικής θητείας σε κάποια από τις μικρές ομάδες με τις μεγάλες ιδέες της Επαναστατικής Αριστεράς θυμάμαι ένα πρόβλημα που διαρκώς ανέκυπτε με τους συντρόφους μου. Είχα την ασυγχώρητη τάση να αμφισβητώ κάποια «πραγματικά» δεδομένα, με τα οποία όμως ήταν άρρηκτα δεμένη η ιδεολογία της οργάνωσης. Ήταν αναπόσπαστα μέρη των «πιστεύω» της. Όσο, λοιπόν, επεξέτεινα τις γνωστικές αναζητήσεις μου τόσο εξέθετα τον εαυτό μου στην κατηγορία της ιδεολογικής ασυνέπειας. Για μένα τα πράγματα ήταν απλά: άλλο θέμα το ποια είναι η πραγματικότητα κι άλλο ποια πρέπει να γίνει. Ή, με τη γλώσσα της φιλοσοφίας, η οντολογία δεν πρέπει να συγχέεται με τη δεοντολογία. Η συνέπεια στις ιδεολογικές τοποθετήσεις είναι εντελώς διαφορετικό θέμα από τη συνέπεια στις διαπιστώσεις.
Η λύση μού φαινόταν τότε απλή, όμως, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι. Το να αντιδιαστείλει κανείς το Ον από το Δέον μπορεί να είναι εύκολο στις φυσικές επιστήμες, δεν είναι όμως το ίδιο εύκολο στο χώρο της κοινωνίας και της πολιτικής, καθώς το αντικείμενο τους είναι το ίδιο το υποκείμενο. Πρόκειται για ένα αφάνταστα περίπλοκο παιχνίδι αντικατοπτρισμών. Η ίδια η κοινωνία είναι γεμάτη απατηλά φαντάσματα. Δε συντίθεται από τους ανθρώπους απλώς ως σώματα αλλά και ως ψυχοσυνθέσεις. Η ορατή πλευρά αποτελεί το ελάχιστο. Το μείζον παραμένει αόρατο, αμφίβολο και πολυσήμαντο: τι κρύβεται πίσω από το πρόσωπο; Ποιες είναι οι προθέσεις πίσω από τις πράξεις;
Παρά την εγγενή αυτή δυσκολία, εντούτοις, κάποια πράγματα ξεπερνούν το φράγμα της αμφιβολίας. Άσχετα από τις προθέσεις τους, οι πράξεις οδηγούν στα πράγματα. Κι όταν αυτό συσσωρευτούν και γίνουν βουνό, δεν μπορεί κανείς να μην τα δει. Η κοινωνική οντολογία αλλάζει, η δεοντολογία που θα 'ρθει αντιμέτωπή της θα πρέπει κι αυτή ν' αλλάξει, αν δε θέλει να κυνηγάει το φάντασμα μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια. Τι γίνεται όμως όταν τα ιερό κείμενα της Ιδεολογίας λένε πως το καινούριο βουνό όχι μόνο δεν υπάρχει μα ούτε πρόκειται ποτέ να εμφανιστεί; Η μια λύση είναι να απαλείψει κανείς τη σχετική φράση από τα ιερά κείμενα (αυτό όμως συνεπάγεται αυτόματα μείωση της ιερότητάς τους). Η άλλη να προσπαθήσει να απαλείψει τη νέα πραγματικότητα ή την εικόνα της. Ή, αφού αυτό δεν το μπορεί, να απαλείψει εκείνους που επιμένουν πως εδώ πρέπει να αλλάξουν τα κιτάπια. Και ο πιο εύκολος τρόπος απάλειψής τους είναι ο εξοστρακισμός τους από την Ομάδα με το στίγμα της ιδεολογικής ασυνέπειας. 'Ο,τι, δηλαδή, επιχειρήθηκε με τον Γαλιλαίο, ο οποίος τολμούσε με τα διαβολικά «παραμορφωτικά» γυαλιά του (τα κιάλια) να βλέπει στον ουρανό πράγματα ασύμφωνα με αυτά που περιγράφει η Αγία Γραφή και ο «θείος» Αριστοτέλης. Τώρα όμως που το κύρος αυτών των ιδεολογικών οργανώσεων έχει καταρρεύσει υπό το κράτος μιας νέας πραγματικότητας που όχι μόνο αδυνατούν να την κατανοήσουν αλλά ούτε καν να τη δουν, μπορούμε άφοβα να βγάλουμε το συμπέρασμα: «Συνέπεια» είναι συχνά το όνομα που δίνουν κάποιοι στην αδυναμία τους να διδαχτούν κάτι άλλο πέρα από αυτό που «σίγουρα γνωρίζουν», με άλλα λόγια η ξεροκεφαλιά.
Ας μην παρασυρόμαστε όμως μακριά. Αυτό το είδος «συνέπειας», όσο συχνά και αν απαντάται -ιδίως στο στάδιο της γήρανσης και της αρτηριοσκλήρωσης των ιδεολογιών-, αποτελεί πάντα την εξαίρεση. Η γνήσια Ιδεολογική Συνέπεια εξακολουθεί να επιβιώνει και θα επιβιώνει. Παρά το ότι το φράγμα ανάμεσα στην οντολογία και τη δεοντολογία διαρκώς μετακινείται, δεν παύει και δε θα πάψει ποτέ να υπάρχει. Και, παρά τις δυσκολίες των διακρίσεων των εντεύθεν από τα εκείθεν, το ζήτημα της δεοντολογικής συνέπειας θα εξακολουθήσει -και πρέπει- να είναι κύριο και καίριο όχι μόνο για τη βελτίωση αλλά και για την ίδια την επιβίωση της κοινωνίας.
Ας αφήσουμε όμως πίσω μας την εποχή που πιστεύαμε πως με μια μόνο επαναστατική κίνηση θα κόβαμε ταυτόχρονα και της κοινωνίας και της φιλοσοφίας τα γόρδια δεσμά. Ας έρθουμε στην εποχή του φαστ φουντ, ακόμη και στον τομέα της πνευματικής τροφής. Ας αλλάξουμε κλίμα, μπαίνοντας στο χώρο της πολιτικής (α)συνέπειας και των παραδοξοτήτων που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά της.
Το ζήτημα της πολιτικής συνέπειας και του καιροσκοπισμού δεν αποτελεί, βεβαίως, ανακάλυψη της εποχής και του τόπου μας. Πρόκειται για προαιώνιο και πανανθρώπινο φαινόμενο, «εδώ και τώρα» όμως, όπως θα 'λεγε και ο μακαρίτης, βρίσκεται στο απόγειό του. Είναι εντούτοις γεμάτο παρεξηγήσεις. Θα μας βοηθούσε να το κατανοήσουμε καλύτερα αν μπορούσαμε να το δούμε με τα μάτια των σημερινών εγχώριων εκπροσώπων του.
Οι παρασιτιζόμενοι στα σκοτεινά αμπάρια της εξουσίας αρουραίοι, που μεταπηδούν από το πράσινο καράβι που βουλιάζει στο «καινούριο» γαλάζιο καράβι, έτοιμοι με την πρώτη αλλαγή να ξαναπεράσουν στο άλλο, είναι άραγε τόσο ασυνεπείς όσο τους θεωρούμε; Μήπως χαρακτηρίζοντας τους με τα κοινά ανθρώπινα μέτρα σφάλλουμε, ξεχνώντας πως αυτό ακριβώς που κάνουν είναι απολύτως συνεπές προς τη δική τους φύση; Μέχρι την εποχή του Καβάφη πιστεύαμε πως συνεπής οραματιστής είναι αυτός που έχει σταθερά στραμμένο το βλέμμα και το τιμόνι του στην Ιθάκη κι ανυπομονεί να φτάσει σ' αυτήν. Ο Αλεξανδρινός ποιητής μάς δίδαξε πως σημασία δεν έχει το λιμάνι μα το ταξίδι. Δεν ξέρω τι λένε γι' αυτό οι ναυτικοί, οι αρουραίοι όμως των αμπαριών θα συμφωνούσαν σίγουρα μαζί του. Και μια και μπήκαμε στην πολιτική ζωολογία, ακόμη και ο χαμαιλεοντισμός -η προσαρμογή του χρώματος σ' αυτό του περιβάλλοντος- εξεταζόμενος υπ' αυτό το πρίσμα, παύει να φαίνεται ως καιροσκοπισμός: αυτή ήταν πάντα n φύση του χαμαιλέοντα۟ n επιδερμική αλλαγή των χρωμάτων του εξυπηρετεί σταθερά τον ίδιο σκοπό: την επιβίωσή του σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Η νέα πολιτική μας ηγεσία, λοιπόν, που πιστεύει πως θα κάνει «Επανίδρυση του Κράτους» βάζοντας στη θέση των «πράσινων» τα δικά της «γαλάζια παιδιά», σύντομα θα διαπιστώσει πως πολλά απ' αυτά απλώς φορούν «στολή παραλλαγής». Φυσικά, αυτοί που δε θα προλάβουν να αλλάξουν εγκαίρως τη στολή, όπως και οι πιο «βαμμένοι» με το άλλο χρώμα, θα μείνουν απέξω. Σε κάθε περίπτωση όμως αλλαγή νοοτροπίας και κράτους δε θα 'χουμε, επειδή ο οποιοσδήποτε Μανωλιός φόρεσε τα ρούχα αλλιώς.
Θρίαμβος της αναξιοκρατίας; Το ερώτημα επιδέχεται και άλλη απάντηση απ' αυτήν που είναι προφανής: ο καιροσκόπος δεν είναι άνθρωπος στερημένος προσόντων. Τουλάχιστον σε ένα απ' αυτά, στο «γλωσσικόν ζήτημα», είναι ακαταγώνιστος. Η κολακεία είναι το ακαταμάχητο όπλο του πολιτικού καιροσκόπου. Ξέρει πως οι ασκούντες εξουσία είναι από τη φύση τους ιδιαίτερα επιρρεπείς στην αποδοχή της κολακείας. 'Έχουν ανάγκη τα καλά λόγια όπως ο ηθοποιός της σκηνής το χειροκρότημα. Αντίθετα, την αναγκαία και χρήσιμη διαφωνία την αντιμετωπίζουν ως προσωπική προσβολή. Είναι άλλωστε γνωστό τουλάχιστον από την εποχή του Σοφοκλή ότι «ουδείς στέργει άγγελον κακών» - «κανείς δεν αγαπά τον αγγελιαφόρο των κακών ειδήσεων». Είναι φυσικό, λοιπόν, ο πολιτικός αποδέκτης της κολακείας να την εκλαμβάνει ως δικαιούμενη εκδήλωση προσωπικής εκτίμησης. Πού να φανταστεί πως όλη αυτή n λατρεία στρέφεται πανομοιότυπα προς τον εκάστοτε φορέα της εξουσίας! Όταν βρεθεί εκτός και δει τους ίδιους ανθρώπους να εκθειάζουν με τα ίδια λόγια τον αντίπαλο διάδοχό του, θα καταλάβει, ως συνήθως αργά, τη βαθύτερη πολιτική σημασία των στίχων που ανυποψίαστα ίσως σιγοτραγουδούσε κάποτε κι ο ίδιος: «οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα n αγάπη μένει»! Συμπέρασμα: οι πολιτικοί καιροσκόποι είναι στην πραγματικότητα οι πιο συνεπείς απ' όλους: είναι μονίμως κυβερνητικοί۟ οι κυβερνήσεις δεν είναι μόνιμες. Καιρός, λοιπόν, να αποκαταστήσουμε μια μακροχρόνια αδικία: δεν είναι επιτρεπτό να μέμφεται κανείς τους σταθερά κυβερνητικούς, αντί να μέμφεται την αστάθεια των κυβερνήσεων!
Επειδή όντως είναι επίκαιρο, το μοιραζόμαστε μαζί σας. Τα συμπεράσματα δικά σας!!!.......
Διαβάστε Περισσότερα......
(με κλικ στον τίτλο της ανάρτησης)
Από τον καιρό της ωραίας νεανικής θητείας σε κάποια από τις μικρές ομάδες με τις μεγάλες ιδέες της Επαναστατικής Αριστεράς θυμάμαι ένα πρόβλημα που διαρκώς ανέκυπτε με τους συντρόφους μου. Είχα την ασυγχώρητη τάση να αμφισβητώ κάποια «πραγματικά» δεδομένα, με τα οποία όμως ήταν άρρηκτα δεμένη η ιδεολογία της οργάνωσης. Ήταν αναπόσπαστα μέρη των «πιστεύω» της. Όσο, λοιπόν, επεξέτεινα τις γνωστικές αναζητήσεις μου τόσο εξέθετα τον εαυτό μου στην κατηγορία της ιδεολογικής ασυνέπειας. Για μένα τα πράγματα ήταν απλά: άλλο θέμα το ποια είναι η πραγματικότητα κι άλλο ποια πρέπει να γίνει. Ή, με τη γλώσσα της φιλοσοφίας, η οντολογία δεν πρέπει να συγχέεται με τη δεοντολογία. Η συνέπεια στις ιδεολογικές τοποθετήσεις είναι εντελώς διαφορετικό θέμα από τη συνέπεια στις διαπιστώσεις.
Η λύση μού φαινόταν τότε απλή, όμως, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι. Το να αντιδιαστείλει κανείς το Ον από το Δέον μπορεί να είναι εύκολο στις φυσικές επιστήμες, δεν είναι όμως το ίδιο εύκολο στο χώρο της κοινωνίας και της πολιτικής, καθώς το αντικείμενο τους είναι το ίδιο το υποκείμενο. Πρόκειται για ένα αφάνταστα περίπλοκο παιχνίδι αντικατοπτρισμών. Η ίδια η κοινωνία είναι γεμάτη απατηλά φαντάσματα. Δε συντίθεται από τους ανθρώπους απλώς ως σώματα αλλά και ως ψυχοσυνθέσεις. Η ορατή πλευρά αποτελεί το ελάχιστο. Το μείζον παραμένει αόρατο, αμφίβολο και πολυσήμαντο: τι κρύβεται πίσω από το πρόσωπο; Ποιες είναι οι προθέσεις πίσω από τις πράξεις;
Παρά την εγγενή αυτή δυσκολία, εντούτοις, κάποια πράγματα ξεπερνούν το φράγμα της αμφιβολίας. Άσχετα από τις προθέσεις τους, οι πράξεις οδηγούν στα πράγματα. Κι όταν αυτό συσσωρευτούν και γίνουν βουνό, δεν μπορεί κανείς να μην τα δει. Η κοινωνική οντολογία αλλάζει, η δεοντολογία που θα 'ρθει αντιμέτωπή της θα πρέπει κι αυτή ν' αλλάξει, αν δε θέλει να κυνηγάει το φάντασμα μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια. Τι γίνεται όμως όταν τα ιερό κείμενα της Ιδεολογίας λένε πως το καινούριο βουνό όχι μόνο δεν υπάρχει μα ούτε πρόκειται ποτέ να εμφανιστεί; Η μια λύση είναι να απαλείψει κανείς τη σχετική φράση από τα ιερά κείμενα (αυτό όμως συνεπάγεται αυτόματα μείωση της ιερότητάς τους). Η άλλη να προσπαθήσει να απαλείψει τη νέα πραγματικότητα ή την εικόνα της. Ή, αφού αυτό δεν το μπορεί, να απαλείψει εκείνους που επιμένουν πως εδώ πρέπει να αλλάξουν τα κιτάπια. Και ο πιο εύκολος τρόπος απάλειψής τους είναι ο εξοστρακισμός τους από την Ομάδα με το στίγμα της ιδεολογικής ασυνέπειας. 'Ο,τι, δηλαδή, επιχειρήθηκε με τον Γαλιλαίο, ο οποίος τολμούσε με τα διαβολικά «παραμορφωτικά» γυαλιά του (τα κιάλια) να βλέπει στον ουρανό πράγματα ασύμφωνα με αυτά που περιγράφει η Αγία Γραφή και ο «θείος» Αριστοτέλης. Τώρα όμως που το κύρος αυτών των ιδεολογικών οργανώσεων έχει καταρρεύσει υπό το κράτος μιας νέας πραγματικότητας που όχι μόνο αδυνατούν να την κατανοήσουν αλλά ούτε καν να τη δουν, μπορούμε άφοβα να βγάλουμε το συμπέρασμα: «Συνέπεια» είναι συχνά το όνομα που δίνουν κάποιοι στην αδυναμία τους να διδαχτούν κάτι άλλο πέρα από αυτό που «σίγουρα γνωρίζουν», με άλλα λόγια η ξεροκεφαλιά.
Ας μην παρασυρόμαστε όμως μακριά. Αυτό το είδος «συνέπειας», όσο συχνά και αν απαντάται -ιδίως στο στάδιο της γήρανσης και της αρτηριοσκλήρωσης των ιδεολογιών-, αποτελεί πάντα την εξαίρεση. Η γνήσια Ιδεολογική Συνέπεια εξακολουθεί να επιβιώνει και θα επιβιώνει. Παρά το ότι το φράγμα ανάμεσα στην οντολογία και τη δεοντολογία διαρκώς μετακινείται, δεν παύει και δε θα πάψει ποτέ να υπάρχει. Και, παρά τις δυσκολίες των διακρίσεων των εντεύθεν από τα εκείθεν, το ζήτημα της δεοντολογικής συνέπειας θα εξακολουθήσει -και πρέπει- να είναι κύριο και καίριο όχι μόνο για τη βελτίωση αλλά και για την ίδια την επιβίωση της κοινωνίας.
Ας αφήσουμε όμως πίσω μας την εποχή που πιστεύαμε πως με μια μόνο επαναστατική κίνηση θα κόβαμε ταυτόχρονα και της κοινωνίας και της φιλοσοφίας τα γόρδια δεσμά. Ας έρθουμε στην εποχή του φαστ φουντ, ακόμη και στον τομέα της πνευματικής τροφής. Ας αλλάξουμε κλίμα, μπαίνοντας στο χώρο της πολιτικής (α)συνέπειας και των παραδοξοτήτων που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά της.
Το ζήτημα της πολιτικής συνέπειας και του καιροσκοπισμού δεν αποτελεί, βεβαίως, ανακάλυψη της εποχής και του τόπου μας. Πρόκειται για προαιώνιο και πανανθρώπινο φαινόμενο, «εδώ και τώρα» όμως, όπως θα 'λεγε και ο μακαρίτης, βρίσκεται στο απόγειό του. Είναι εντούτοις γεμάτο παρεξηγήσεις. Θα μας βοηθούσε να το κατανοήσουμε καλύτερα αν μπορούσαμε να το δούμε με τα μάτια των σημερινών εγχώριων εκπροσώπων του.
Οι παρασιτιζόμενοι στα σκοτεινά αμπάρια της εξουσίας αρουραίοι, που μεταπηδούν από το πράσινο καράβι που βουλιάζει στο «καινούριο» γαλάζιο καράβι, έτοιμοι με την πρώτη αλλαγή να ξαναπεράσουν στο άλλο, είναι άραγε τόσο ασυνεπείς όσο τους θεωρούμε; Μήπως χαρακτηρίζοντας τους με τα κοινά ανθρώπινα μέτρα σφάλλουμε, ξεχνώντας πως αυτό ακριβώς που κάνουν είναι απολύτως συνεπές προς τη δική τους φύση; Μέχρι την εποχή του Καβάφη πιστεύαμε πως συνεπής οραματιστής είναι αυτός που έχει σταθερά στραμμένο το βλέμμα και το τιμόνι του στην Ιθάκη κι ανυπομονεί να φτάσει σ' αυτήν. Ο Αλεξανδρινός ποιητής μάς δίδαξε πως σημασία δεν έχει το λιμάνι μα το ταξίδι. Δεν ξέρω τι λένε γι' αυτό οι ναυτικοί, οι αρουραίοι όμως των αμπαριών θα συμφωνούσαν σίγουρα μαζί του. Και μια και μπήκαμε στην πολιτική ζωολογία, ακόμη και ο χαμαιλεοντισμός -η προσαρμογή του χρώματος σ' αυτό του περιβάλλοντος- εξεταζόμενος υπ' αυτό το πρίσμα, παύει να φαίνεται ως καιροσκοπισμός: αυτή ήταν πάντα n φύση του χαμαιλέοντα۟ n επιδερμική αλλαγή των χρωμάτων του εξυπηρετεί σταθερά τον ίδιο σκοπό: την επιβίωσή του σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Η νέα πολιτική μας ηγεσία, λοιπόν, που πιστεύει πως θα κάνει «Επανίδρυση του Κράτους» βάζοντας στη θέση των «πράσινων» τα δικά της «γαλάζια παιδιά», σύντομα θα διαπιστώσει πως πολλά απ' αυτά απλώς φορούν «στολή παραλλαγής». Φυσικά, αυτοί που δε θα προλάβουν να αλλάξουν εγκαίρως τη στολή, όπως και οι πιο «βαμμένοι» με το άλλο χρώμα, θα μείνουν απέξω. Σε κάθε περίπτωση όμως αλλαγή νοοτροπίας και κράτους δε θα 'χουμε, επειδή ο οποιοσδήποτε Μανωλιός φόρεσε τα ρούχα αλλιώς.
Θρίαμβος της αναξιοκρατίας; Το ερώτημα επιδέχεται και άλλη απάντηση απ' αυτήν που είναι προφανής: ο καιροσκόπος δεν είναι άνθρωπος στερημένος προσόντων. Τουλάχιστον σε ένα απ' αυτά, στο «γλωσσικόν ζήτημα», είναι ακαταγώνιστος. Η κολακεία είναι το ακαταμάχητο όπλο του πολιτικού καιροσκόπου. Ξέρει πως οι ασκούντες εξουσία είναι από τη φύση τους ιδιαίτερα επιρρεπείς στην αποδοχή της κολακείας. 'Έχουν ανάγκη τα καλά λόγια όπως ο ηθοποιός της σκηνής το χειροκρότημα. Αντίθετα, την αναγκαία και χρήσιμη διαφωνία την αντιμετωπίζουν ως προσωπική προσβολή. Είναι άλλωστε γνωστό τουλάχιστον από την εποχή του Σοφοκλή ότι «ουδείς στέργει άγγελον κακών» - «κανείς δεν αγαπά τον αγγελιαφόρο των κακών ειδήσεων». Είναι φυσικό, λοιπόν, ο πολιτικός αποδέκτης της κολακείας να την εκλαμβάνει ως δικαιούμενη εκδήλωση προσωπικής εκτίμησης. Πού να φανταστεί πως όλη αυτή n λατρεία στρέφεται πανομοιότυπα προς τον εκάστοτε φορέα της εξουσίας! Όταν βρεθεί εκτός και δει τους ίδιους ανθρώπους να εκθειάζουν με τα ίδια λόγια τον αντίπαλο διάδοχό του, θα καταλάβει, ως συνήθως αργά, τη βαθύτερη πολιτική σημασία των στίχων που ανυποψίαστα ίσως σιγοτραγουδούσε κάποτε κι ο ίδιος: «οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα n αγάπη μένει»! Συμπέρασμα: οι πολιτικοί καιροσκόποι είναι στην πραγματικότητα οι πιο συνεπείς απ' όλους: είναι μονίμως κυβερνητικοί۟ οι κυβερνήσεις δεν είναι μόνιμες. Καιρός, λοιπόν, να αποκαταστήσουμε μια μακροχρόνια αδικία: δεν είναι επιτρεπτό να μέμφεται κανείς τους σταθερά κυβερνητικούς, αντί να μέμφεται την αστάθεια των κυβερνήσεων!
5 σχόλια:
Και δεν μίλησε κανείς....
Που είναι τα σχόλια;;
Ολοι περιμένουν....
Η λυπητερή
Και ήρθε η ώρα, έπειτα από πέντε χρόνια να κάνουμε τη σούμα, το λογαριασμό, την λυπητερή ντε….
Έχουμε λοιπόν και λέμε, έτσι χοντρικά και χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες :
-Διαχειριστήκατε το δημόσιο χρήμα σαν να ήταν δικό σας! Το σκορπίσατε με άνεση νεόπλουτου που πηγαίνει για πρώτη φορά σε σκυλάδικο. Για σας περιορισμός δημοσίων δαπανών λόγω οικονομικής κρίσης-λέμε τώρα- ήταν μόνο οι περικοπές μισθών. Ανακαινίσεις, δρύινα πατώματα, καινούρια γραφεία, πόρτες, κουφώματα, πινακίδες και τόσα άλλα «απολύτως απαραίτητα» ήταν υπεράνω κόστους.
-Προσλάβατε «αξιοκρατικά» ανιψιούς ξαδέρφια, βαφτιστήρια, μπατζανάκηδες, συντοπίτες, γνωστούς των γνωστών σας, φίλους συνταξιούχους, φίλους επιχειρηματίες, μανάδες πεθερές γιαγιάδες…. και δε ντραπήκατε να κουβαλήσετε τη μισή άνεργη Ελλάδα για να περάσει από συνέντευξη για θέσεις ήδη κατειλημμένες.
-Παράλληλα διδάξατε στα νέα (και αξιόλογα στη μεγάλη πλειοψηφία τους ομολογουμένως) παιδιά, ότι δεν έχουν καμιά ελπίδα αν δεν έχουν μπάρμπα στη Κορώνη (Λαμία). Τα προσόντα τους έπονται ή είναι αδιάφορα!
Τους διδάξατε να σκύβουν το κεφάλι, να αισθάνονται εξαρτημένα και να φοβούνται τη ζωή!
-Δείξατε από τη πρώτη στιγμή πόσο δημοκράτες είσαστε ή καλύτερα που την έχετε γραμμένη τη δημοκρατία όταν παραγκωνίσατε αξιόλογους υπάλληλους, λόγω πολιτικής απόχρωσης ή επειδή είχαν άποψη, τοποθετώντας τους στο ψυγείο.
-Φροντίσατε να ικανοποιήσετε την ματαιοδοξία σας αναρτώντας υαλοπίνακα σε θέση περιωπής με τα ονόματα σας, πιστεύοντας ότι έτσι θα μείνετε στην ιστορία ως άλλοι εθνικοί ευεργέτες! Τι μωρία!
Διότι ρε Ντίνο η ιστορία δεν είναι ένας υαλοπίνακας που όποιος γουστάρει και γράφει το όνομα του!
Γιατί η Μελίνα, όσες φορές και να κατεβάσεις τη φωτογραφία της από το τοίχο θα παραμένει πάντα στις καρδιές μας. Είναι Η ιστορία.
Εσύ όμως τι νομίζεις ότι θα είσαι;
Ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί στα σκουπίδια θα είσαι.
Τέλος πάντων …
-Φερθήκατε με ιδιοτέλεια, μικρόψυχα και χωρίς ίχνος τσίπας! Θλιβερά ανίκανοι!
Πέντε χρόνια χαμένα ...
Η λυπητερή είναι βαριά και το πορτοφόλι άδειο. Τόσο άδειο που φεύγοντας αφήνετε, χωρίς μια στάλα ντροπή, απλήρωτους αυτούς που τους τάζατε ελπίδα και μονιμότητα. Όλους αυτούς που με τη δουλειά και τη συνέπεια τους σας στήριξαν αυτά τα χρόνια.
Φεύγετε σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βουλιάζει. Άρον-άρον.
Θα φύγετε και θα έρθουν οι άλλοι….
Όχι πως θα γίνει και τίποτα….
Αλλά πάντα υπάρχει ελπίδα….
Και δεν είναι μόνον αυτά που καταλογίζει ο παραπάνω ανώνυμος με τη "Λυπητερή" του. Είναι και όλα τα "γλυφτρόνια της εξουσίας" πρώην Γενικοί Γραμματείς του ΠΑΣΟΚ, πρώην Τμηματάρχες και νυν διευθυντές, αποσπασμένοι από το ΠΑΣΟΚ στην υπηρεσία και στη συνέχεια πρωτοπαλλίκαρα των Γενικών, άνθρωποι μιας ηλικίας που υποτίθεται οτι "διαπαιδαγωγούν" τους νεώτερους με τη συμπεριφορά τους και οι οποίοι έδωσαν "ΓΗΝ ΚΑΙ ΥΔΩΡ" στο ΝΤΙΝΟ και στον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ νομίζοντας οτι η ΝΔ θα κυβερνούσε για 20 χρόνια.
Αυτοί όλοι την άλλη μέρα πρέπει να μπουν στη γωνία από τους συναδέλφους γιατί θα είναι οι πρώτοι που θα περάσουν το γραφείο του νέου Γενικού Γραμματέα ως "αντιστασιακοί"!!!!
Το που δε μιλάμε δεν είναι πως ξεχάσαμε ή πως δεν ξέρουμε ή πως δε μας νοιάζει. Ούτε πως πήραμε ένα σφουγγάρι και τα σβήσαμε όλα με την αφέλεια των αθώων που εύκολα συγχωρούν. Είναι που ξέρουμε πως όλα είναι όπως τα λες κι ακόμα χειρότερα και καθόμαστε μουδιασμένοι γιατί φοβόμαστε να ελπίσουμε ότι η καινούργια σελίδα δεν θα είναι ξαναδιαβασμένη.Φτάσαμε μετά από όλα να κι εμείςνα "μη φοβόμαστε τίποτα και να μην ελπίζουμε τίποτα"
Αργά πήρατε χαμπάρι τους τσαμαδιοσταϊκούρες...
Δημοσίευση σχολίου